- μπουλντόζα
- Βλ. λ. γαιοπροωθητήρας.
* * *ημηχανή εκσκαφής ή κατεδάφισης οικοδομών, εκσκαφέας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < αγγλ. bulldozer < bulldoze < bull «ταύρος» + doze, άλλη μορφή τού dose < υστερολατ. dosis < δόσις].
Dictionary of Greek. 2013.