μπουλντόζα

μπουλντόζα
Βλ. λ. γαιοπροωθητήρας.
* * *
η
μηχανή εκσκαφής ή κατεδάφισης οικοδομών, εκσκαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < αγγλ. bulldozer < bulldoze < bull «ταύρος» + doze, άλλη μορφή τού dose < υστερολατ. dosis < δόσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπουλντόζα — η (λ. αγγλ.), όχημα που χρησιμοποιείται για εκσκαφές, ο εκσκαφέας: Η μπουλντόζα έσκαψε για να μπουν τα θεμέλια του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαιoπρoωθητήρας — Μηχάνημα για την εξομάλυνση του εδάφους ή την απομάκρυνση ερειπίων και θαμνώδους βλάστησης. Στην καθομιλουμένη, ονομάζεται μπουλντόζα. Συνήθως η ισοπεδωμένη λωρίδα που δημιουργείται είναι η αρχική φάση για την κατασκευή μιας οδού. Ο γ.… …   Dictionary of Greek

  • εκσκαφέας — ο μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή και ταυτόχρονη μεταφορά των χωμάτων, μπουλντόζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”